- χωρολογία
- η, Ντο κύριο αντικείμενο τής βιογεωγραφίας, που συνίσταται στη μελέτη τής κατανομής τών οργανισμών στην επιφάνεια τής Γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωρολογικός — ή, ό, Ν [χωρολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρολογία … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
χωρολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη χωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + λόγος*] … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek